Το κουδούνι χτυπά∙ τα παιδιά ξεχύνονται στο προαύλιο, έτοιμα να γυρίσουν σπίτι, να ξεκουραστούν. Μα εγώ… έχω ακόμα κάτι να κάνω. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… διακόσια εξήντα πέντε βήματα μέχρι το σπίτι. Τα μέτρησα όλα. Και αυτή τη φορά, απέφυγα τα κόκκινα πλακάκια, έτσι μου ψιθύρισε ένας μικρός δαίμονας που με ακολουθεί τελευταία.
Οι άλλοι δεν τον βλέπουν. Γιατί ζει μέσα στο μυαλό μου. Με ελέγχει σαν μαριονέτα και γεμίζει την ψυχή μου φόβο. «Μην πλησιάζεις μυτερά κάγκελα… ούτε φυτά!» με προειδοποιεί. Και τον πιστεύω. Γιατί ακούγεται… αληθινός. Τόσο αληθινός, που εγώ άρχισα να ξεθωριάζω. Η πραγματικότητα αλλοιώθηκε. Η ανάσα, οι χτύποι της καρδιάς μου, τα μάτια μου, όλα έμοιαζαν χαλασμένα. Η ζωή μου βάρυνε καθώς τάιζα αυτό το πλάσμα. Κι όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε κι εκείνος.
Κι όμως, αποφοίτησα. Ακόμα και με τον δαίμονα στην πλάτη μου. Όταν ξεκίνησα τη σχολή, μου έλεγε να αποφεύγω τα νηπιαγωγεία. «Αλλιώς… άσχημα πράγματα θα συμβούν.» Μου δηλητηρίαζε κάθε σκέψη, κάθε βλέμμα, κάθε βήμα. Στο τέλος, δεν τον κουβαλούσα εγώ, με κουβαλούσε εκείνος. Άλλες μέρες με έσερνε. Έπρεπε να διεκπεραιώσω εργασίες που αυτός μου υπαγόρευε. Ήταν εξουθενωτικό. Ένας εφιάλτης χωρίς τέλος.
Ώσπου… έκανε ένα λάθος.
Τον αντιλήφθηκαν κάποιοι ειδικοί, άνθρωποι που γνωρίζουν πώς να παγιδεύουν τέτοια πλάσματα του νου. Με τη βοήθειά τους, άρχισα να τον αποδυναμώνω. Σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα, τον άφηνα νηστικό. Μέχρι που έμεινε ένα ξεραμένο κλαράκι. Ήταν δύσκολο. Αλλά άξιζε.
Σήμερα στέκομαι στα πόδια μου. Η ζωή μοιάζει πιο ελαφριά. Κι ας ξέρω πως δεν θα ξεχάσω ποτέ τη δύναμή του. Του έδωσα ένα όνομα: OCD. Και από τότε, τον μελετώ. Ξέρω πώς δρα: ήσυχα, στα κρυφά, ξαφνικά. Επιτίθεται εκεί που πονάς περισσότερο. Ψιθυρίζει ψέματα, ξανά και ξανά, μέχρι να τα πιστέψεις για αλήθειες.
Το πιο παράξενο, και ίσως το πιο παρηγορητικό, ήταν πως δεν ήμουν μόνος. Γνώρισα ανθρώπους που ακόμα ταΐζουν τα δικά τους δαιμονάκια, με διαβεβαιώσεις, με τελετουργίες, με σιωπές. Άλλοι πιο θαρραλέοι, άλλοι ακόμα παγιδευμένοι. Και τότε κατάλαβα: θέλω να βοηθήσω.
Έτσι, δημιουργήσαμε έναν στρατό. Έναν στρατό από ανθρώπους σαν εμένα, που ονειρεύονται έναν κόσμο όπου αυτά τα τέρατα θα είναι ορατά και αδύναμα. Τον ονομάσαμε “OCDinGreece”.
Και συνεχίζουμε. Γιατί κάθε φορά που κάποιος βλέπει καθαρά, ένα δαιμονάκι λιμοκτονεί.
-Γιάννης Γ.